- εὐπαραλόγιστος
- εὐπαρα-λόγιστος, ον,A easily cheated or misled,
εὐ. πᾶς ὄχλος Plb. 11.29.9
, cf. Phld.Ir.p.38 W., J.AJ4.6.11, Hierocl. in CA13p.448M.: [comp] Sup., Plb.5.75.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐ. πᾶς ὄχλος Plb. 11.29.9
, cf. Phld.Ir.p.38 W., J.AJ4.6.11, Hierocl. in CA13p.448M.: [comp] Sup., Plb.5.75.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαραλόγιστος — εὐπαραλόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που εξαπατάται εύκολα με παραλογισμούς, με ψευδείς συλλογισμούς («πᾱς ὄχλος εὐπαραλόγιστος ὑπάρχει καὶ πρὸς πᾱν εὐάγωγος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα λογίζομαι] … Dictionary of Greek
εὐπαραλόγιστος — easily cheated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραλογιστότατον — εὐπαραλόγιστος easily cheated masc acc superl sg εὐπαραλόγιστος easily cheated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραλογίστους — εὐπαραλόγιστος easily cheated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)